- ἁδρῇ
- ἁδρέωto be full-grownpres subj mp 2nd sgἁδρέωto be full-grownpres ind mp 2nd sgἁδρέωto be full-grownpres subj act 3rd sgἁδρόςthickfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδρόμισθος — η, ο (Α ἁδρόμισθος, ον) νεοελλ. αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβή αρχ. αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + μισθός. ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία] … Dictionary of Greek
ράσπα — η Ν είδος λίμας με αδρή διαμόρφωση δοντιών, κατάλληλης για την επεξεργασία τού ξύλου καθώς και άλλων μαλακών υλικών, όπως είναι οι ουλές τών ζώων κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rasp < μεσ. γαλλ. raspe, λ. γερμανικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
ρωτακισμός — (Ιατρ.). Διαταραχή του λόγου εξαιτίας μερικού τραυλισμού, που έχει ως συνέπεια την προφορά του ρ ως γ. Στην ελληνική γλώσσα, όπου το ρ έχει αδρή προφορά, ο ρ. είναι έκδηλος στους ενήλικες. Στην παιδική ηλικία, οπότε το ρ προφέρεται τελευταίο από… … Dictionary of Greek
χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που … Dictionary of Greek
Αγέλαος — (3ος αι. π.Χ.).Στρατηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας από τη Ναύπακτο, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του. Ίσως όμως να υπήρξε ικανότερος ως διπλωμάτης: το έτος 220 πέτυχε να συνάψει με τον Σκερδελαϊδα, βασιλιά των Ιλλυριών,… … Dictionary of Greek
αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… … Dictionary of Greek
Βηλαράς, Ιωάννης — (Κύθηρα 1771 – Τσεπέλοβο, Ήπειρος 1823). Ιατροφιλόσοφος, ποιητής και πρωτοπόρος του γλωσσικού ζητήματος. Η οικογένειά του καταγόταν από τα Ιωάννινα, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και ύστερα έζησε στα Ιωάννινα ως γιατρός… … Dictionary of Greek
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
Θεοδώριχος — I (Thierry). Όνομα βασιλιάδων των Φράγκων. 1. Θ. Α’ ή Παλαιός (486 – 534). Βασιλιάς της Ρενς (511 534). Ήταν νόθος γιος του Κλόβη (Χλοδοβίκου). Αγωνίστηκε στο πλευρό του πατέρα του, υποτάσσοντας το Αλμπιζουά, τη Poνέργκ και την Οβέρν. Ήταν… … Dictionary of Greek
Θεοδωρόπουλος, Άγγελος — (Αθήνα 1889 – 1965). Ζωγράφος και χαράκτης. Αποφοίτησε το 1912 από τη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Γεώργιο Ιακωβίδη και τον Γεώργιο Ροϊλό και χαρακτική με τον Νικόλαο Φέρμπο. Παράλληλα, δημοσίευσε σε εφημερίδες και … Dictionary of Greek